άκωλος

άκωλος
(I)
-η -ο [κώλος]
1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει κανονικούς, δηλαδή επαρκώς ανεπτυγμένους γλουτούς
2. (για δοχεία) αυτός που δεν έχει πυθμένα, πάτο.
————————
(II)
ἄκωλος, -ον (Α) [κῶλον]
αυτός που δεν έχει κώλα, δηλαδή μέλη, ο ακρωτηριασμένος.
————————
(III)
ἄκωλος, -ον (Μ) [κωλῆ]
αυτός που δεν έχει κωλή, δηλαδή την κατάλληλη συνάρθρωση, και επομένως αυτός που κινείται αργά και δύσκολα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἄκωλος — without limbs masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκωλος — η, ο 1. οχωρίς πάτο: Αυτό το δοχείο είναι άκωλο. 2. αυτός που δεν έχει αρκετά αναπτυγμένους τους γλουτούς: Είχε τόσο αδυνατίσει από την αρρώστια, που είχε καταντήσει άκωλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκώλους — ἄκωλος without limbs masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”